- αλευροβιομηχανία
- η мукомольная промышленность
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αλευροβιομηχανία — η βιομηχανία που έχει ως αντικείμενο την αλευροποίηση τών σπόρων σιτηρών, την παραγωγή διαφόρων τύπων αλεύρου καθώς και υποπροϊόντων, τη συσκευασία και εμπορία τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλευρο ή αλεύρι + βιομηχανία] … Dictionary of Greek
αλευροβιομηχανία — η η βιομηχανία ετοιμασίας των αλεύρων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλεύρι — Με τον όρο α. εννοούμε συνήθως το προϊόν που προκύπτει από το άλεσμα των σπόρων του σταριού (τρίτικονσίτος ο κοινός). Στην πραγματικότητα όμως, εκτός από το σιτάρι, όλοι οι καρποί των αγρωστωδών αποτελούν μετά την άλεσή τους αλεύρι (π.χ.… … Dictionary of Greek
Ασμάρα — (Äsmara).Πόλη (393.000 κάτ. το 2002) και πρωτεύουσα της Ερυθραίας. Χτισμένη σε υψόμετρο 2.347 μ., κοντά στο κράσπεδο ενός υψιπέδου που κατεβαίνει ομαλά προς την Ερυθρά θάλασσα, αποτελείται από δύο οικοδομικούς πυρήνες: τον οικισμό των ιθαγενών,… … Dictionary of Greek
Βανκούβερ — (Vancouver). Ονομασία νησιού και πόλεων του Καναδά και των ΗΠΑ. 1. Το μεγαλύτερο καναδικό νησί του Ειρηνικού ωκεανού (32.137 τ. χλμ., 579.921 κάτ. το 1991). Το σχήμα του είναι στενόμακρο (μήκος 460 χλμ.), με κατεύθυνση παράλληλη προς τις… … Dictionary of Greek
Βιέννη — (Wien). Πόλη και κρατίδιο (415 τ. χλμ., 1.562.676 κάτ. το 2001) της βορειοανατολικής Αυστρίας, πρωτεύουσα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Αυστρίας. H Β. βρίσκεται σε υψόμετρο 170 μ. από την επιφάνεια της θάλασσας και εκτείνεται μεταξύ της… … Dictionary of Greek
Βουλγαρία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Β με τη Ρουμανία, στα Δ με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία (ΒΔ) και την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΝΔ), στα Ν με την Ελλάδα και την Τουρκία, ενώ Α βρέχεται από… … Dictionary of Greek
Γαλάτσι — I Πόλη (υψόμ. 160 μ., 58.640 κάτ.) του νομού Αττικής, στο πολεοδομικό συγκρότημα της Αθήνας, της οποίας ουσιαστικά αποτελεί προάστιο. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου της νομαρχίας Αθηνών. II (Galati). Πόλη (330.276 κάτ. το 1998) της ανατολικής… … Dictionary of Greek
Νιάρχος, Σταύρος — (Αθήνα 1909 – 1996). Εφοπλιστής και μεγαλοεπιχειρηματίας. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ξεκίνησε τις επαγγελματικές του δραστηριότητες στην αλευροβιομηχανία Ευρώτας της οικογένειάς του, στον Πειραιά, ενώ από το 1934 στράφηκε … Dictionary of Greek
Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… … Dictionary of Greek